- φέρτρυς
- φέρτρυς· ἆθλος ([place name] Thurii), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φέρτρυς — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Θουρίους) «ἆθλος». [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + επίθημα τύς (πρβλ. κλι τύς, ὀρχησ τύς) με αφομοιωτική ανάπτυξη ρ στην κατάλ. Για τη σημασιολογική σχέση τού τ. φέρτρυς ἆθλος με το ρ. φέρω πρβλ. τις φρ. ἄεθλον φέρεσθαι, τά… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek